νομιστί

νομιστί
νομιστί και νομιστεί (Α)
επίρρ.
1. σύμφωνα με τον νόμο, κατά νόμο, κατά σύμβαση
2. σύμφωνα με τη συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ιππ-ιστί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”